- ἴρην
- ἴρην, ἰρήνSee also: s. εἰρήν.Page in Frisk: 1,735
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
ιρήν — ἰρήν, ένος, ὁ (Α) βλ. είρην … Dictionary of Greek
ἰρήν — εἴρην Lacedaemonian youth who had completed his twentieth year masc nom/voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱρήν — Ἱρή fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱρήν — ἱερός filled with fem acc sg (epic ionic) ἱρός filled with fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴρην — Ἴρη fem acc sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είρην — εἴρην και ἰρήν (ἰρένος), ο (Α) Σπαρτιάτης που είχε συμπληρώσει το εικοστό έτος τής ηλικίας του και είχε την επίβλεψη τών νεωτέρων … Dictionary of Greek
τριτίρενες — οἱ, Α οι (ε)ἴρενες τού τρίτου έτους, εκείνοι που είχαν θητεία τριών ετών στις τάξεις τών νέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + εἰρήν / ἰρήν, ενος «νεαρός Σπαρτιάτης»] … Dictionary of Greek